παριστάνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παριστάνω < ελληνιστική παριστάνω < αρχαία ελληνική παρίστημι

Ρήμα

παριστάνω

  1. αποδίδω μία έννοια ή ένα αντικείμενο με ένα σχέδιο ή ένα γλυπτό
  2. υποκρίνομαι
    1. παίζω ένα ρόλο σε ένα κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο
    2. εμφανίζομαι σαν κάποιος άλλος

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.