ψηφίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψηφίο | τα | ψηφία |
| γενική | του | ψηφίου | των | ψηφίων |
| αιτιατική | το | ψηφίο | τα | ψηφία |
| κλητική | ψηφίο | ψηφία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψηφίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψηφίον (χαλικάκι), υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ψῆφος [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /psiˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φί‐ο
Ουσιαστικό
ψηφίο ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
- δεκαδικό ψηφίο
- δυαδικό ψηφίο
Συγγενικά
και
- διψήφιος
- δίψηφος, δίψηφο
- εξαψήφιος
- επταψήφιος
- μονοψήφιος
- πολυψήφιος
- τετραψήφιος
- τριψήφιος
- ψηφί
- ψηφιακός
- ψηφιολέξη
- ψηφιοποιημένος
- ψηφιοποίηση
- ψηφιοποιητής
- ψηφιοποιώ, ψηφιοποιούμαι
- ψηφιοσκόπιο
- ψηφιοϋφασματεκτύπωση
- → δείτε τη λέξη ψηφίδα και συγγενικές λέξεις
- → επίσης δείτε στη λέξη: ψήφος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ψηφίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ψηφίο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.