ψηφίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφίο τα ψηφία
      γενική του ψηφίου των ψηφίων
    αιτιατική το ψηφίο τα ψηφία
     κλητική ψηφίο ψηφία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψηφίον (χαλικάκι), υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ψῆφος [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈfi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψηφίο

Ουσιαστικό

ψηφίο ουδέτερο

  1. (αριθμητική) το σύμβολο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο του ή σε συνδυασμό με άλλα σύμβολα για την αναπαράσταση ενός αριθμού
    Ο αριθμός 89,34 έχει τέσσερα ψηφία στο δεκαδικό σύστημα αναπαράστασης.
  2. το γράμμα του αλφαβήτου
  3. (τυπογραφία) το τυπογραφικό στοιχείο
  4. η ψηφίδα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ψηφίο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ψηφίο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.