παράγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παράγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παράγω (δημιουργώ, αρχαία σημασία: οδηγώ στο πλάι)[1] Συγχρονικά αναλύεται σε (παρά) παρ- + άγω

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράγω

Ρήμα

παράγω, πρτ.: παρήγα, αόρ.: παρήγαγα, παθ.φωνή: παράγομαι, π.αόρ.: παράχθηκα/παρήχθη(γ')

  1. βγάζω, εκκρίνω
    Το ανοσοποιητικό σύστημα παράγει αντισώματα.
    Τα αυτοκίνητα και οι εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης παράγουν καυσαέρια.
  2. δημιουργώ, παρασκευάζω, κατασκευάζω (κάποιο προϊόν ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας) κατά συνεχή τρόπο
    Πουλάνε το λάδι που παράγουν οι ίδιοι από τις ελιές τους.
    Η Ιαπωνία παράγει ηλεκτρονικές συσκευές
  3. (φυσική) έχω (κάποιο φαινόμενο ως αποτέλεσμα), προξενώ (ένα φαινόμενο)
    Η παλλόμενη χορδή παράγει ήχο.
    Η φλόγα παράγει θερμότητα.
    Η σχάση του πυρήνα παράγει ραδιενέργεια.
  4. (χημεία) έχω ως προϊόν μιας αντίδρασης (κάποια ένωση ή ουσία)
    Η αντίδραση υδρογόνου και οξυγόνου παράγει νερό.
  5. (μεταφορικά, ως σχήμα υπερβολής) για έμφαση στις αιτίες ή τα αποτελέσματα ενός φαινομένου: έχω κάτι ως αποτέλεσμα, προξενώ ή προκαλώ (κάποιο αποτέλεσμα), είμαι η αιτία (κάποιου αποτελέσματος)
    Η οικονομική ανέχεια παράγει μετανάστες.
  6. (γραμματική) έχω ως πηγή ή ρίζα, προέρχομαι, είμαι το αποτέλεσμα συνένωσης
    Η λέξη «παραγωγή» παράγεται από το «παράγω».
    Η λέξη «εισάγω» παράγεται από τη συνένωση του «εἰς» και του «ἄγω».

Συγγενικά

Κλίση

  • και εξαρτημένος τύπος παράξω
  • τρίτα πρόσωπα παθητικού αορίστου: παρήχθη, παρήχθησαν
  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παράγω < (παρά) παρ- + ἄγω

Ρήμα

παράγω

  1. οδηγώ πλαγίως
  2. οδηγώ έξω
  3. οδηγώ πλησίον, κοντά σε κάτι άλλο
  4. εισάγω
  5. παρουσιάζω
  6. παράγω
  7. παρατάσσω σε γραμμή, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο
  8. φέρνω στη σκηνή
  9. παραπλανώ, εξαπατώ, διαστρέφω
  10. παρασύρω
  11. (αμετάβατο) διαβαίνω, παρέρχομαι
  12. (αμετάβατο) εκλείπω
  13. (αμετάβατο) αργοπορώ
  14. (παθητικό) παρασύρομαι, πείθομαι, με παρακινούν
  15. μπαίνω κάπου κρυφά

Συγγενικά

  • ἀντιπαράγω
  • ἀντιπαραγωγή
  • ἀπαράγωγος
  • δυσπαράγωγος
  • ἐπιπαράγω
  • εὐπαράγωγος
  • ὁμοιοπαράγωγος
  • παραγωγεύς
  • παραγωγή
  • παραγωγιάζω
  • παραγώγιον
  • παραγωγίς
  • παραγωγός
  • συμπαράγω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.