πείθομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πείθομαι < παθητική φωνή του ρήματος πείθω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpi.θo.me/
Ρήμα
πείθομαι, πρτ.: πειθόμουν, στ.μέλλ.: θα πειστώ, αόρ.: πείστηκα, μτχ.π.π.: πεισμένος και πεπεισμένος
- υπακούω σε κανόνες κατόπιν σύστασης ευγενικής ή πιεστικής, αλλάζω γνώμη ύστερα από εισήγηση άλλων
- δεν πείθομαι ότι πρέπει να αλλάξω το βαθμό του γιου σας -οι επιδόσεις του παραμένουν κακές σε όλα τα τεστ
- Αμάν το πείσμα σου! Δεν πείθεσαι με τίποτα!
- με χίλια παρακάλια, πείσθηκε τελικά να μην τον αποβάλει
Σύνθετα
- καταπείθομαι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πείθομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.