καυσαέριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καυσαέριο | τα | καυσαέρια |
| γενική | του | καυσαερίου & καυσαέριου |
των | καυσαερίων |
| αιτιατική | το | καυσαέριο | τα | καυσαέρια |
| κλητική | καυσαέριο | καυσαέρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaf.saˈe.ɾio/
Ουσιαστικό

καυσαέρια από βιομηχανική μονάδα
καυσαέριο ουδέτερο
- το αέριο που προκύπτει ως κατάλοιπο της καύσης ορυκτών καυσίμων· παράγεται από βιομηχανίες, εγκαταστάσεις κεντρικής θέρμανσης, μέσα μεταφοράς κ.λπ. και καταλήγει στην ατμόσφαιρα διαμέσου των καμινάδων ή των εξατμίσεων των οχημάτων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.