δημιουργώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δημιουργώ < αρχαία ελληνική δημιουργέω / δημιουργῶ < δημιουργός < δῆμος + ἔργον

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.mi.uɾˈɣo/

Ρήμα

δημιουργώ (παθητική φωνή: δημιουργούμαι)

  1. (μεταβατικό) παράγω κάτι από το μηδέν
  2. (μεταβατικό) φτιάχνω κάτι καινούργιο, είτε επειδή θα είναι χρήσιμο είτε στο πλαίσιο μιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας, κατασκευάζω
  3. (μεταβατικό) επινοώ
  4. (αμετάβατο) ασχολούμαι δημιουργικά με κάτι καινούριο, συνήθως ασχολούμενος με μια από τις καλές τέχνες
    μην ενοχλείτε τον καλλιτέχνη, αυτή τη στιγμή δημιουργεί!
  5. (μεταβατικό) προκαλώ, γίνομαι η αιτία να γίνει κάτι
  6. παθητική φωνή: δημιουργούμαι: προκύπτω
  7. παθητική φωνή: δημιουργούμαι: για κάποιον που έχει επιτύχει στον τομέα του, που έχει προκόψει, που έχει προοδεύσει
     δείτε τη λέξη αυτοδημιούργητος

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.