παρασύρομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρασύρομαι < παθητική φωνή του ρήματος παρασύρω

Ρήμα

παρασύρομαι, πρτ.: παρασυρόμουν(α), στ.μέλλ.: θα παρασυρθώ, αόρ.: παρασύρθηκα, μτχ.π.π.: παρασυρμένος

  1. με παρασέρνει κάποιος ή κάτι
  2. χάνω τον έλεγχο των πράξεών μου και υποκύπτω σε πάθος ή παρόρμηση
    παρασύρθηκα και τον έβρισα άσχημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.