πλησίον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλησίον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησίον, επίρρημα και ουδέτερο του πλησίος
για το ουσιαστικοποιημένο: εννοείται ο ευρισκόμενος πλησίον, αυτός «που είναι» κοντά

Προφορά

ΔΦΑ : /pliˈsi.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλησίον

Επίρρημα

πλησίον

Ουσιαστικό

πλησίον αρσενικό άκλιτο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλησίον < ουδέτερο του πλησίος  και δείτε τις λέξεις πέλας και πελάζω

  • για το ουσιαστικοποιημένο: εννοείται ὤν, ὁ πλησίον ὤν

Επίρρημα

πλησίον, συγκριτικός: πλησιαιτέρω/πλησιαίτερον, υπερθετικός:  πλησιαίτατα

  • δωρικός τύπος: πλατίον
  • αιολικός τύπος: πλάσιον

Επίθετο

πλησίον άκλιτο

  • αυτός που βρίσκεται κοντά
    πλησίον παράδεισος, αἱ πλησίον κῶμαι

Ουσιαστικό

πλησίον αρσενικό άκλιτο

  1. ο γείτονας
  2. ο συγγενής
  3. ο συνάνθρωπος

  • δωρικός τύπος: πλατίον
  • αιολικός τύπος: πλάσιον
  • βοιωτικός τύπος: πλησίος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.