ραδιενέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ραδιενέργεια οι ραδιενέργειες
      γενική της ραδιενέργειας των ραδιενεργειών
    αιτιατική τη ραδιενέργεια τις ραδιενέργειες
     κλητική ραδιενέργεια ραδιενέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραδιενέργεια < (ράδιο) ραδι- + ενέργεια, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική radio activité & αγγλική radioactivity[1]

Ουσιαστικό

ραδιενέργεια θηλυκό

Ταυτόσημο

  • ἀκτινεργία (καθαρεύουσα, σπάνιο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.