συμπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπαραγωγή | οι | συμπαραγωγές |
| γενική | της | συμπαραγωγής | των | συμπαραγωγών |
| αιτιατική | τη | συμπαραγωγή | τις | συμπαραγωγές |
| κλητική | συμπαραγωγή | συμπαραγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπαραγωγή (μαρτυρείται από το 1859) [1] < συμ- + παραγωγή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coproduction [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾa.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρα‐γω‐γή
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐ρα‐γω‐γή
Ουσιαστικό
συμπαραγωγή θηλυκό
- προϊόν, συνήθως βιομηχανικό, κινηματογραφικό ή τηλεοπτικό, που προκύπτει ως απότοκος συνεργασίας δύο ή περισσοτέρων παραγωγών.
- ↪ η ταινία είναι μια ελληνογαλλική συμπαραγωγή
- ↪ συμπαραγωγή μαχητικών F-35
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συμπαραγωγή
Αναφορές
- σελ. 946, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- συμπαραγωγή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.