παραγοντίσκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παραγοντίσκος | οι | παραγοντίσκοι |
| γενική | του | παραγοντίσκου | των | παραγοντίσκων |
| αιτιατική | τον | παραγοντίσκο | τους | παραγοντίσκους |
| κλητική | παραγοντίσκε | παραγοντίσκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραγοντίσκος < παράγοντας + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
παραγοντίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του παράγοντας· μικρός παράγοντας, πρόσωπο που έχει περιορισμένη σπουδαιότητα ως παράγοντας επιρροής ή διαμόρφωσης σε έναν χώρο
- ↪ Μην τους δίνεις σημασία, δεν είναι παρά τοπικοί παραγοντίσκοι της πολιτικής.
Σημειώσεις
- συχνά λέγεται με ειρωνική διάθεση
Μεταφράσεις
παραγοντίσκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.