παράγοντας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ɣon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :
Ετυμολογία 1
- παράγοντας < η νεοελληνική άκλιτη μετοχή
Μετοχή
παράγοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω
- ↪ Παράγοντας το ελαιόλαδο διαπίστωσαν ότι έπρεπε να είχαν...
- ↪Το πέτυχαν παράγοντας πολύ καλής ποιότητας ελαιόλαδο
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράγων & παράγοντας |
η | παράγουσα | το | παράγον |
| γενική | του | παράγοντος & παράγοντα |
της | παράγουσας & παραγούσης* |
του | παράγοντος |
| αιτιατική | τον | παράγοντα | την | παράγουσα | το | παράγον |
| κλητική | παράγων & παράγοντα |
παράγουσα | παράγον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράγοντες | οι | παράγουσες | τα | παράγοντα |
| γενική | των | παραγόντων | των | παραγουσών | των | παραγόντων |
| αιτιατική | τους | παράγοντες | τις | παράγουσες | τα | παράγοντα |
| κλητική | παράγοντες | παράγουσες | παράγοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχοντας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- παράγοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγων, με νεότερες καταλήξεις
Μεταφράσεις
παράγοντας
|
Ετυμολογία 3
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παράγοντας | οι | παράγοντες |
| γενική | του | παράγοντα & παράγοντος* |
των | παραγόντων |
| αιτιατική | τον | παράγοντα | τους | παράγοντες |
| κλητική | παράγοντα | παράγοντες | ||
| * Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. λόγια γενική:παράγοντος | ||||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- παράγοντας < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό της μετοχής παράγων, (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράγων με νεότερη κατάληξη -οντας & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική facteur ή από την αγγλική factor[1]
Ουσιαστικό
παράγοντας αρσενικό
- αυτό που μαζί με άλλα συναποτελεί ή συνδιαμορφώνει μια ευρύτερη έννοια/ενότητα ή οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα
- το βιβλίο αναλύει τον οικονομικό παράγοντα των ιστορικών διεργασιών
- ο ψυχολογικός παράγοντας παίζει σπουδαίο ρόλο στην προετοιμασία των αθλητών
- οι ειδικοί ερευνούν τους παράγοντες που οδήγησαν στην οικονομική κρίση
- πρόσωπο με δύναμη ή επιρροή ή σημαντική προσφορά σε έναν τομέα
- (για να αναφερθεί η διπλωματική ή στρατιωτική επιρροή ξένης χώρας)
- Τι ρόλο θα παίξει ο αμερικανικός παράγοντας στη Μέση Ανατολή;
- (μαθηματικά) αριθμός (ή παράσταση) που πολλαπλασιάζεται με άλλον
- η διαφορά τετραγώνων x2-y2 μπορεί να αναλυθεί ως γινόμενο δύο παραγόντων (x+y)(x-y)
- παράγων (λόγιο)
Συγγενικά
- παραγοντίζω
- παραγοντισμός
- παραγοντίσκος
- παραγοντοποίηση
- παράγουσα (μαθηματικά)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- παράγων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.