προέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προέρχομαι < αρχαία ελληνική προέρχομαι < πρό + ἔρχομαι (πηγαίνω μπροστά, φεύγω). Η νεότερη σημασία, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλικά: provenir [1]

Ρήμα

προέρχομαι (αποθετικό ρήμα), παρατατικός: προερχόμουν αόριστος: προήλθα (προφορικά: προήρθα)

  1. (κυριολεκτικά) έρχομαι από κάποιο μέρος ή τόπο,
  2. (μεταφορικά) εκπορεύομαι, πηγάζω
  3. κατάγομαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.