συμπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | συμπαραγωγός | οι | συμπαραγωγοί |
| γενική | του/της | συμπαραγωγού | των | συμπαραγωγών |
| αιτιατική | τον/τη | συμπαραγωγό | τους/τις | συμπαραγωγούς |
| κλητική | συμπαραγωγέ | συμπαραγωγοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπαραγωγός < συμ- + -παραγωγός
Προφορά
- ΔΦΑ : /sim.ba.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ρα‐γω‐γός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐πα‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό
συμπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- παραγωγός, συνήθως βιομηχανικός, κινηματογραφικός ή τηλεοπτικός, που συμβάλλει ή συνεργάζεται] με άλλους για τη παραγωγή ενός προϊόντος
- ↪ οι συμπαραγωγοί της ταινίας, συμφώνησαν να αυξήσουν τον προϋπολογισμό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συμπαραγωγός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.