μπαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπαίνω < ἐμπαίνω με αποβολή του αρχικού [e] < αρχαία ελληνική ἐμβαίνω (που προφερόταν με [mb][1] < ἐν + βαίνω. Διαφορετικό το μπάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπαίνω

Ρήμα

μπαίνω, πρτ.: έμπαινα, στ.μέλλ.: θα μπω, αόρ.: μπήκα, μτχ.π.π.: μπασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. εισέρχομαι μέσα σε κάτι, σε έναν χώρο, τόπο, πράγμα
     αντώνυμα:: βγαίνω
  2. (για υφάσματα, ρουχισμό κλπ) μικραίνω
    μην πλένεις τα μάλλινα με ζεστό νερό γιατί μπαίνουν

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις έμβαση και βαίνω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.