παραγωγικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραγωγικότητα | οι | παραγωγικότητες |
| γενική | της | παραγωγικότητας | των | παραγωγικοτήτων |
| αιτιατική | την | παραγωγικότητα | τις | παραγωγικότητες |
| κλητική | παραγωγικότητα | παραγωγικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραγωγικότητα < παραγωγικός + -ότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ɣo.ʝiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό
παραγωγικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η ικανότητα του παραγωγικού
- (οικονομία) το αποτέλεσμα της διαδικασίας παραγωγής σε σχέση με τα μέσα, τις συνθήκες και τους όρους παραγωγής
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παραγωγικός, παραγωγός, παράγω και άγω
Μεταφράσεις
παραγωγικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.