άγω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄγω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eǵ- (άγω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγω

Ρήμα

άγω (παθητική φωνή: άγομαι)

  1. (λόγιο) οδηγώ
    Τα έγγραφα αυτά μας άγουν στο εξής συμπέρασμα.
  2. (φυσική) μετακινώ, επιτρέπω τη δίοδο της θερμότητας ή του ηλεκτρικού ρεύματος, λειτουργώ ως αγωγός,
    Τα μέταλλα άγουν τη θερμότητα καλύτερα από τα πλαστικά.

Εκφράσεις

  • άγομαι και φέρομαι: δεν έχω δική μου βούληση, με κατευθύνουν οι άλλοι

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.