ἄγω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἄγω   ἄγομαι 
Παρατατικός  ἦγον   ἠγόμην 
Μέλλοντας  ἄξω   ἄξομαι & ἀχθήσομαι 
Αόριστος  ἦξα, ἤγαγον   ἠξάμην & ἤχθην 
Παρακείμενος  ἦχα, ἀγήοχα   ἦγμαι 
Υπερσυντέλικος  ἤχειν, ἀγηόχειν   ἤγμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (άγω). Συγγενή: σανσκριτική अजति (ájati, οδηγώ), παλαιά αρμενική ածեմ (acem, μεταφέρω), λατινική ago, παλαιά νορβηγική aka (οδηγώ)

Ρήμα

ἄγω, μέσο-παθητικό ἄγομαι

  1. οδηγώ
  2. προχωρώ
  3. απάγω, αιχμαλωτίζω
  4. μεταφέρω κάτι
  5. προκαλώ
  6. ανατρέφω
  7. διατηρώ
  8. ζυγίζω, έχω ένα συγκεκριμένο βάρος
  9.  και δείτε σημασίες στο ἄγομαι

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

δείτε και τα συγγενικά τους

Κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.