εκκρίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκκρίνω < αρχαία ελληνική ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈkɾi.no/

Ρήμα

εκκρίνω (παθητική φωνή: εκκρίνομαι)

  1. αποβάλλω, παράγω και βγάζω από ένα όργανο ειδικές ουσίες, είτε προς άλλο μέρος του σώματος είτε προς τα έξω
  2. αντίστοιχη διαδικασία για τα φυτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.