χορδή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορδή οι χορδές
      γενική της χορδής των χορδών
    αιτιατική τη χορδή τις χορδές
     κλητική χορδή χορδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
χορδές κιθάρας
Μαντζουριανός τοξότης που τεντώνει τη χορδή, 18ος αι.

Ετυμολογία

χορδή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορδή

Ουσιαστικό

χορδή θηλυκό

  1. σώμα με μορφή νήματος, από έντερο ή τένοντα ζώου ή μέταλλο, που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο: οι χορδές της κιθάρας
  2. η νευρά τόξου, δηλαδή το ελαστικό μέρος ενός όπλου με το οποίο εκτοξεύονται βέλη ή πέτρες (στη σφενδόνη) και που κατασκευαζόταν από έντερο ή νεύρο -τένοντα ζώου

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χορδή αἱ χορδαί
      γενική τῆς χορδῆς τῶν χορδῶν
      δοτική τῇ χορδ ταῖς χορδαῖς
    αιτιατική τὴν χορδήν τὰς χορδᾱ́ς
     κλητική ! χορδή χορδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χορδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  χορδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χορδή < ... λείπει η ετυμολογία

Η εναλλακτική υπόθεση πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰer- (ποθώ, λαχταρώ), δεν εξηγεί το οδοντικό σύμφωνο δ. [1]

Ουσιαστικό

χορδή θηλυκό

  1. το έντερο
  2. η χορδή μουσικού οργάνου (η οποία συχνά ήταν ειδικά επεξεργασμένο τμήμα του εντέρου ενός ζώου)
  3. το λουκάνικο

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.