αργοπορώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
αργοπορώ
<
αργο-
+ -πορώ (<
πόρος
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
aɾ.ɣo.poˈɾo
/
Ρήμα
αργοπορώ
φτάνω κάπου με
καθυστέρηση
πορεύομαι
με αργό ρυθμό
≈
συνώνυμα
:
βραδυπορώ
(
μεταφορικά
) κάνω κάτι με αργό τρόπο
ν' αποσπάσετε // τα δεσμά των ονείρων // Τι αργοπορείτε;
(Α. Κάλβος, Εις Χίον, ΙΓ)
≈
συνώνυμα
:
χασομερώ
Συγγενικά
αργοπορημένος
Μεταφράσεις
αργοπορώ
αγγλικά
:
delay
(en)
γαλλικά
:
s'attarder
(fr)
,
traîner
(fr)
,
être en retard
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.