παραγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραγόμενος | η | παραγόμενη | το | παραγόμενο |
| γενική | του | παραγόμενου | της | παραγόμενης | του | παραγόμενου |
| αιτιατική | τον | παραγόμενο | την | παραγόμενη | το | παραγόμενο |
| κλητική | παραγόμενε | παραγόμενη | παραγόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραγόμενοι | οι | παραγόμενες | τα | παραγόμενα |
| γενική | των | παραγόμενων | των | παραγόμενων | των | παραγόμενων |
| αιτιατική | τους | παραγόμενους | τις | παραγόμενες | τα | παραγόμενα |
| κλητική | παραγόμενοι | παραγόμενες | παραγόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραγόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραγόμενος, μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος παράγω
Μετοχή
παραγόμενος, -η, -ο
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.