χρυσαλλίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρυσαλλίδα | οι | χρυσαλλίδες |
| γενική | της | χρυσαλλίδας | των | χρυσαλλίδων |
| αιτιατική | τη | χρυσαλλίδα | τις | χρυσαλλίδες |
| κλητική | χρυσαλλίδα | χρυσαλλίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.saˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σαλ‐λί‐δα
Αναφορές
- χρυσαλλίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
_-_Hill_Jezebel_-WLB_Photos.jpg.webp)