κόρη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κόρη | οι | κόρες |
| γενική | της | κόρης | των | κορών |
| αιτιατική | την | κόρη | τις | κόρες |
| κλητική | κόρη | κόρες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

αρχαιοελληνική κόρη (Μουσείο Καλών Τεχνών της Λυόν)

κόρη ματιού
Ετυμολογία
- κόρη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόρη / κούρη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐ρη
Ουσιαστικό
κόρη θηλυκό
- (οικογένεια) η θυγατέρα
- έχει ένα γιο και δυο κόρες
- το κορίτσι, η κοπέλα
- "βλέπω μια κόρη κλαίει, σπαρακτικά θρηνεί ..." από τραγούδι του Μ. Θεοδωράκη
- (αρχαιολογία) το άγαλμα νεαρής γυναίκας της αρχαϊκής εποχής
- (ανατομία) το στρόγγυλο άνοιγμα της ίριδας του οφθαλμού
- έκφραση:κόρη οφθαλμού, «ως κόρην οφθαλμού»
Σύνθετα
Μεταφράσεις
η θυγατέρα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- κόρη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόρη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.