νυμφαίο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νυμφαίο | τα | νυμφαία |
| γενική | του | νυμφαίου | των | νυμφαίων |
| αιτιατική | το | νυμφαίο | τα | νυμφαία |
| κλητική | νυμφαίο | νυμφαία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νυμφαίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νυμφαῖον (εννοείται: ἱερόν) < αρχαία ελληνική νυμφαῖος (που είναι αφιερωμένος στις Νύμφες)
Προφορά
- ΔΦΑ : /niɱˈfe.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νυμ‐φαί‐ο
Μεταφράσεις
νυμφαίο
|
|
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.