perle
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| perle | perles |
perle (fr) θηλυκό
- το μαργαριτάρι
- (κατ’ επέκταση) η χάντρα
- (σε αναλογία με το προηγούμενο) η σταγόνα
- (μεταφορικά) (για πρόσωπα) διαμάντι, μάλαμα
- (σε αντίθεση με το προηγούμενο) χοντροειδές λάθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.