perle

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
perle perles

perle (fr) θηλυκό

  1. το μαργαριτάρι
  2. (κατ’ επέκταση) η χάντρα
  3. (σε αναλογία με το προηγούμενο) η σταγόνα
  4. (μεταφορικά) (για πρόσωπα) διαμάντι, μάλαμα
  5. (σε αντίθεση με το προηγούμενο) χοντροειδές λάθος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.