νύμφευσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | νύμφευσῐς | αἱ | νυμφεύσεις | ||||
| γενική | τῆς | νυμφεύσεως | τῶν | νυμφεύσεων | ||||
| δοτική | τῇ | νυμφεύσει | ταῖς | νυμφεύσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | νύμφευσῐν | τὰς | νυμφεύσεις | ||||
| κλητική ὦ! | νύμφευσῐ | νυμφεύσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νυμφεύσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | νυμφευσέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- νύμφευσις < αρχαία ελληνική νυμφεύ(ω) + -σις
Πηγές
- νύμφευσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.