έρρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έρρινος | η | έρρινη | το | έρρινο |
| γενική | του | έρρινου | της | έρρινης | του | έρρινου |
| αιτιατική | τον | έρρινο | την | έρρινη | το | έρρινο |
| κλητική | έρρινε | έρρινη | έρρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έρρινοι | οι | έρρινες | τα | έρρινα |
| γενική | των | έρρινων | των | έρρινων | των | έρρινων |
| αιτιατική | τους | έρρινους | τις | έρρινες | τα | έρρινα |
| κλητική | έρρινοι | έρρινες | έρρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έρρινος < ένρινος με εν- > ερ- (αφομοίωση του νρ > ρρ) + ρίν(α) + -ος < αρχαία ελληνική ῥίς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική nasal). Διαφορετικό το ελληνιστικό ἔρρινον, ἔνρινον (φάρμακο για φτάρνισμα) [1]
Επίθετο
έρρινος, -η, -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- απερρινοποιημένος
- απερρινοποίηση
- απερρινοποιώ
- απερρίνωση
- αποερρινοποιημένος
- αποερρινοποιώ
- ένρινα (επίρρημα)
- ένρινος
- έρρινα (επίρρημα)
- ερρινοποιημένος
- ερρινοποίηση
- ερρινοποιώ
- → δείτε και τη λέξη ρίνα
Αναφορές
- έρρινος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.