-μ-

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

-μ- < λείπει η ετυμολογία

Ένθημα

-μ-

  1. ενεστωτικό ρινικό ένθημα (που δεν υπάρχει στον αόριστο)
    λαμβάνω (αόριστος ἔλαβον)
    λάμπω (θέμα *λαπ-, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lap-)
     δείτε και τα ρινικά ενθήματα -ν- και -γ-, όπως στο λανθάνω, τυγχάνω
  2. εκφραστικό ένθημα [1]
    στρόμβος

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με ένθημα -μ- στο Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. στρόμβος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • (Χρειάζεται επέκταση και τεκμηρίωση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.