παντρεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /panˈdɾe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντρεύ‐ο‐μαι
Ρήμα
παντρεύομαι, αόρ.: πάντρεψα, παθ.φωνή: παντρεύομαι, π.αόρ.: παντρεύτηκα, μτχ.π.π.: παντρεμένος
Ρήμα
παντρεύομαι, πρτ.: παντρευόμουν, στ.μέλλ.: θα παντρευτώ, αόρ.: παντρεύτηκα, μτχ.π.π.: παντρεμένος, (ενεργ.: παντρεύω)
- παθητική φωνή του ρήματος παντρεύω: συνάπτω γάμο, ενώνομαι με τα δεσμά του γάμου
- (αμετάβατο) Πάει κι ο Γιώργος! Παντρεύτηκε κι αυτός...
- (μεταβατικό) η Μαίρη παντρεύτηκε τον Τάκη
- (αλληλοπαθές) η Μαίρη και ο Τάκης παντρεύτηκαν (μεταξύ τους)
Συνώνυμα
- νυμφεύομαι
- έρχομαι εις γάμου κοινωνίαν
Κλίση
- → δείτε τη λέξη παντρεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.