νυμφών

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νυμφών οἱ νυμφῶνες
      γενική τοῦ νυμφῶνος τῶν νυμφώνων
      δοτική τῷ νυμφῶν τοῖς νυμφῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν νυμφῶν τοὺς νυμφῶνᾰς
     κλητική ! νυμφών νυμφῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νυμφῶνε
γεν-δοτ τοῖν  νυμφώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νυμφών (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική νύμφ(η) + -ών

Ουσιαστικό

νυμφών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.