μελλόνυμφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μελλόνυμφος | οι | μελλόνυμφοι |
| γενική | του/της του |
μελλονύμφου μελλόνυμφου |
των | μελλονύμφων & μελλόνυμφων |
| αιτιατική | τον/τη | μελλόνυμφο | τους/τις τους |
μελλονύμφους μελλόνυμφους |
| κλητική | μελλόνυμφε | μελλόνυμφοι | ||
| Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό. Δείτε και την κλίση του θηλυκού «η μελλόνυμφη». | ||||
| Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μελλόνυμφος < αρχαία ελληνική μελλόνυμφος < μέλλω + νύμφη
Προφορά
- ΔΦΑ : /meˈlo.niɱ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μελ‐λό‐νυμ‐φος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.