έκσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκσταση οι εκστάσεις
      γενική της έκστασης* των εκστάσεων
    αιτιατική την έκσταση τις εκστάσεις
     κλητική έκσταση εκστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκσταση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκστᾰσις < ἐξίστημι < ἐξ + ἵστημι (& σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική extase)

Ουσιαστικό

έκσταση θηλυκό

  1. κατάσταση του ανθρώπου που βιώνει έκπληξη, ενθουσιασμό, ευθυμία κ.λπ. ή κυριαρχείται από μια σκέψη
  2. (φιλοσοφία, θρησκεία) ψυχοσωματική κατάσταση με μυστικιστικές καταβολές και προεκτάσεις, κατά την οποία το υποκείμενο αισθάνεται πνευματική μεταρσίωση και προσέγγιση προς το θείο
  3. (συνήθως ουδέτερο) είδος συνθετικού ναρκωτικού

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.