παρθένα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρθένα οι παρθένες
      γενική της παρθένας των παρθένων
    αιτιατική την παρθένα τις παρθένες
     κλητική παρθένα παρθένες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρθένα < θηλυκό του παρθένος < αρχαία ελληνική παρθένος

Προφορά

ΔΦΑ : /paɾˈθe.na/

Ουσιαστικό

παρθένα θηλυκό

  1. γυναίκα με ακέραιο τον παρθενικό υμένα
  2. (μεταφορικά) ο απαλλαγμένος κατηγοριών
  3. (αργκό) αθώος, αμέτοχος
    μας το παίζει παρθένα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.