ένθημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ένθημα τα ενθήματα
      γενική του ενθήματος των ενθημάτων
    αιτιατική το ένθημα τα ενθήματα
     κλητική ένθημα ενθήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένθημα < λόγιο < ελληνιστική κοινή ἔνθημα ("βαλμένο εντός") < εν- + -θημα < αρχαία ελληνική ἐντίθημι[1] < ἐν- + τίθημι
ένθημα (γλωσσολογία) < (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική infixum[2] κατά το επίθημα[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.θi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ένθημα

Ουσιαστικό

ένθημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • παράθημα ή πρόσφυμα
  • επίθημα
  • πρόθημα
  • Κατηγορία:Ενθήματα στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Ενθήματα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Ενθήματα (αρχαία ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. ένθημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.