νυμφεῖος

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική νυμφεῖος νυμφεί
& νυμφεῖος
τὸ νυμφεῖον
      γενική τοῦ νυμφείου τῆς νυμφείᾱς
& νυμφείου
τοῦ νυμφείου
      δοτική τῷ νυμφεί τῇ νυμφεί
& νυμφεί
τῷ νυμφεί
    αιτιατική τὸν νυμφεῖον τὴν νυμφείᾱν
& νυμφεῖον
τὸ νυμφεῖον
     κλητική ! νυμφεῖε νυμφεί
& νυμφεῖε
νυμφεῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ νυμφεῖοι αἱ νυμφεῖαι
& νυμφεῖοι
τὰ νυμφεῖ
      γενική τῶν νυμφείων τῶν νυμφείων
& νυμφείων
τῶν νυμφείων
      δοτική τοῖς νυμφείοις ταῖς νυμφείαις
& νυμφείοις
τοῖς νυμφείοις
    αιτιατική τοὺς νυμφείους τὰς νυμφείᾱς
& νυμφείους
τὰ νυμφεῖ
     κλητική ! νυμφεῖοι νυμφεῖαι
& νυμφεῖοι
νυμφεῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ νυμφείω τὼ νυμφεί
& νυμφείω
τὼ νυμφείω
      γεν-δοτ τοῖν νυμφείοιν τοῖν νυμφείαιν
& νυμφείοιν
τοῖν νυμφείοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νυμφεῖος < νύμφ(η) + -εῖος

Επίθετο

νυμφεῖος, -α/-ος, -ον

  1. νυφικός, γαμήλιος
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Νεμεονίκαις, 5. Πυθέᾳ ‹Αἰγινήτῃ ἀγενείῳ› παγκρατιαστῇ, 31 (5.31-5.32)
    ὡς ἆρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου | εὐνᾶς.
    πως τάχα εκείνος στο κρεβάτι επάνω του Άκαστου δοκίμασε τη νυφική της πίστη να βιάσει·
    Μετάφραση (1936): Ιωάννης Γρυπάρης, @greeklanguage.gr
  2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) (τὸ νυμφεῖον & επικός τύπος: τὸ νυμφήϊον): νυφικός θάλαμος
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 891 (891-892)
    ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς | οἴκησις αἰείφρουρος, ;
    Ω μνήμα, ω νυφιάτικο κρεβάτι μου, ω βαθύσκαφτο | σπίτι, που παντοτινά θα με φυλάς,
    Μετάφραση (1912): Κωνσταντίνος Χρηστομάνος @greek-language.gr
  3. (το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσιαστικό) (τὰ νυμφεῖα & επικός τύπος: τὰ νυμφήϊα): α) γαμήλια τελετή, γάμος, β) νυφικός θάλαμος γ) τα πορνεία δ) νύφη
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 568
    ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου;
    Μα του γιου σου τη νύφη θα σκοτώσεις;
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr

  • ιωνικός & ποιητικός τύπος: νυμφήϊος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.