Θεσσαλονίκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Θεσσαλονίκη | ||
| γενική | της | Θεσσαλονίκης | ||
| αιτιατική | τη | Θεσσαλονίκη | ||
| κλητική | Θεσσαλονίκη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η θέση της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα.
Ετυμολογία
- Θεσσαλονίκη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Θεσσαλονίκη, το όνομα της πόλης, από το όνομα της αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.sa.loˈni.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θεσ‐σα‐λο‐νί‐κη
- ⓘ
- ⓘ
Κύριο όνομα
Θεσσαλονίκη θηλυκό
- η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, πρωτεύουσα της Μακεδονίας, πρωτεύουσα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και πρωτεύουσα του νομού Θεσσαλονίκης
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Θεσσαλονικιός, Θεσσαλονικιά
- θεσσαλονικιώτικος
- Σαλονικιός, Σαλονικιά
Μεταφράσεις
Θεσσαλονίκη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| Θεσσᾰλονῑκα- | ||||
| ονομαστική | ἡ | Θεσσαλονίκη | ||
| γενική | τῆς | Θεσσαλονίκης | ||
| δοτική | τῇ | Θεσσαλονίκῃ | ||
| αιτιατική | τὴν | Θεσσαλονίκην | ||
| κλητική ὦ! | Θεσσαλονίκη | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θεσσαλονίκη < Θεσσαλ(ῶν) + -ο- + νίκη, από τη νίκη του Φιλίππου Βʹ επί των Θεσσαλών στο πλαίσιο του Γʹ Ιερού Πολέμου
- το τοπωνύμιο το όνομα της αδερφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συζύγου του βασιλιά Κασσάνδρου, ο οποίος ίδρυσε την πόλη και της έδωσε το όνομά της.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Θεσσαλός
Πηγές
- Θεσσαλονίκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.