κάμπια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάμπια | οι | κάμπιες |
| γενική | της | κάμπιας | — | |
| αιτιατική | την | κάμπια | τις | κάμπιες |
| κλητική | κάμπια | κάμπιες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάμπια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάμπη, μετάπλαση -ια[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkam.bʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐μπια
- κάμπλια (σπάνιο)
-
κάμπια στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κάμπια
|
Αναφορές
- κάμπια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
