παράλιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παράλιος η παράλια το παράλιο
      γενική του παράλιου της παράλιας του παράλιου
    αιτιατική τον παράλιο την παράλια το παράλιο
     κλητική παράλιε παράλια παράλιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παράλιοι οι παράλιες τα παράλια
      γενική των παράλιων των παράλιων των παράλιων
    αιτιατική τους παράλιους τις παράλιες τα παράλια
     κλητική παράλιοι παράλιες παράλια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παράλιος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈɾa.li.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παράλιος

Επίθετο

παράλιος, -α, -ο

  • που βρίσκεται ή συμβαίνει στο έδαφος κοντά ή πάνω στην ακτή, στην ξηρά δίπλα στη θάλασσα
    παράλιος πολιτισμός, παράλιος ναός, παράλιο τείχος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική παράλιος παραλί τὸ παράλιον
      γενική τοῦ παραλίου τῆς παραλίᾱς τοῦ παραλίου
      δοτική τῷ παραλί τῇ παραλί τῷ παραλί
    αιτιατική τὸν παράλιον τὴν παραλίᾱν τὸ παράλιον
     κλητική ! παράλιε παραλί παράλιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παράλιοι αἱ παράλιαι τὰ παράλι
      γενική τῶν παραλίων τῶν παραλίων τῶν παραλίων
      δοτική τοῖς παραλίοις ταῖς παραλίαις τοῖς παραλίοις
    αιτιατική τοὺς παραλίους τὰς παραλίᾱς τὰ παράλι
     κλητική ! παράλιοι παράλιαι παράλι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παραλίω τὼ παραλί τὼ παραλίω
      γεν-δοτ τοῖν παραλίοιν τοῖν παραλίαιν τοῖν παραλίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παράλιος < παρα- + ἅλς

Επίθετο

παράλιος, -α, -ον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.