έντομο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έντομο τα έντομα
      γενική του εντόμου
& έντομου
των εντόμων
    αιτιατική το έντομο τα έντομα
     κλητική έντομο έντομα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έντομο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντομον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈen.do.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έντομο

Ουσιαστικό

έντομο ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Έντομα στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Έντομα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
    & Κατηγορία:Εντομολογία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
  • έντομα στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.