μπουκάλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουκάλι τα μπουκάλια
      γενική του μπουκαλιού των μπουκαλιών
    αιτιατική το μπουκάλι τα μπουκάλια
     κλητική μπουκάλι μπουκάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα μπουκάλι (1) γεμάτο νερό
ένα άδειο μπουκάλι (1)

Ετυμολογία

μπουκάλι < βενετική bocal < υστερολατινική baucalis < ελληνιστική κοινή βαύκαλις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /buˈka.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπουκάλι

Ουσιαστικό

μπουκάλι ουδέτερο

  1. δοχείο από γυαλί ή πλαστικό που έχει στενό λαιμό και που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη, μεταφορά ή το σερβίρισμα κάποιου υγρού (νερό, λάδι, κρασί κ.λπ.)
    αγόρασα κι ένα μπουκάλι κρασί χθες
  2. (συνεκδοχικά) το περιεχόμενο του παραπάνω δοχείου
    πόσα μπουκάλια μπίρα ήπιατε χθες;

Συγγενικά

Σύνθετα

  • νερομπούκαλο
  • πατομπούκαλο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.