μπίρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπίρα | οι | μπίρες |
| γενική | της | μπίρας | — | |
| αιτιατική | την | μπίρα | τις | μπίρες |
| κλητική | μπίρα | μπίρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η μπίρα όπως πρέπει να γράφεται!
Ετυμολογία
- μπίρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική birra < γερμανική Bier < πρωτογερμανική *beuzą (μπίρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰews-, *bheus- (ίζημα, κατακάθι)

Ένα παγωμένο ποτήρι μπίρα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbi.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπί‐ρα
Ουσιαστικό
μπίρα θηλυκό
- (ποτό) αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από νερό, κριθάρι (ή άλλα δημητριακά), ζύμη (μαγιά) και λυκίσκο
- μπύρα (δείτε τη σημείωση)
Συγγενικά
-
μπίρα στη Βικιπαίδεια

- ζύθος
Μεταφράσεις
μπίρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.