σερβίρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σερβίρισμα τα σερβιρίσματα
      γενική του σερβιρίσματος των σερβιρισμάτων
    αιτιατική το σερβίρισμα τα σερβιρίσματα
     κλητική σερβίρισμα σερβιρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σερβίρισμα < σερβίρω

Ουσιαστικό

σερβίρισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα του σερβίρω
  2. παράθεση φαγητού, ποτού, κ.λπ.
  3. η ρίψη της μπάλας από παίκτη σε παίκτη ίδιας ομάδας (ποδόσφαιρο, βόλεϊ κ.λπ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.