σερβίρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σερβίρισμα | τα | σερβιρίσματα |
| γενική | του | σερβιρίσματος | των | σερβιρισμάτων |
| αιτιατική | το | σερβίρισμα | τα | σερβιρίσματα |
| κλητική | σερβίρισμα | σερβιρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σερβίρισμα < σερβίρω
Ουσιαστικό
σερβίρισμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.