περιεχόμενο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιεχόμενο τα περιεχόμενα
      γενική του περιεχομένου
& περιεχόμενου
των περιεχομένων
    αιτιατική το περιεχόμενο τα περιεχόμενα
     κλητική περιεχόμενο περιεχόμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της παθητικής μετοχής περιεχόμενος του ρήματος περιέχω

Ουσιαστικό

περιεχόμενο ουδέτερο

  1. αυτό που περιέχεται σε ένα δοχείο, ένα κουτί, μία συσκευασία κ.λπ.
  2. (γλώσσα) οι πληροφορίες ή οι ιδέες που περιέχονται σε ένα γραπτό ή προφορικό κείμενο (σε αντιπαραβολή με τη μορφή)
  3. (στον πληθυντικό) περιεχόμενα: ο κατάλογος των κεφαλαίων και των ενοτήτων ενός βιβλίου.

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.