περιεχόμενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιεχόμενο | τα | περιεχόμενα |
| γενική | του | περιεχομένου & περιεχόμενου |
των | περιεχομένων |
| αιτιατική | το | περιεχόμενο | τα | περιεχόμενα |
| κλητική | περιεχόμενο | περιεχόμενα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περιεχόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της παθητικής μετοχής περιεχόμενος του ρήματος περιέχω
Ουσιαστικό
περιεχόμενο ουδέτερο
- αυτό που περιέχεται σε ένα δοχείο, ένα κουτί, μία συσκευασία κ.λπ.
- (γλώσσα) οι πληροφορίες ή οι ιδέες που περιέχονται σε ένα γραπτό ή προφορικό κείμενο (σε αντιπαραβολή με τη μορφή)
- (στον πληθυντικό) περιεχόμενα: ο κατάλογος των κεφαλαίων και των ενοτήτων ενός βιβλίου.
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.