γεμάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεμάτος η γεμάτη το γεμάτο
      γενική του γεμάτου της γεμάτης του γεμάτου
    αιτιατική τον γεμάτο τη γεμάτη το γεμάτο
     κλητική γεμάτε γεμάτη γεμάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεμάτοι οι γεμάτες τα γεμάτα
      γενική των γεμάτων των γεμάτων των γεμάτων
    αιτιατική τους γεμάτους τις γεμάτες τα γεμάτα
     κλητική γεμάτοι γεμάτες γεμάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεμάτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

γεμάτος

  1. που δε χωράει άλλο, πλήρης
  2. εύσωμος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.