μισός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μισός | η | μισή | το | μισό |
| γενική | του | μισού | της | μισής | του | μισού |
| αιτιατική | τον | μισό | τη | μισή | το | μισό |
| κλητική | μισέ | μισή | μισό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μισοί | οι | μισές | τα | μισά |
| γενική | των | μισών | των | μισών | των | μισών |
| αιτιατική | τους | μισούς | τις | μισές | τα | μισά |
| κλητική | μισοί | μισές | μισά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μισός < αρχαία ελληνική ἥμισυς
Επίθετο
μισός, -ή, -ό
- αυτός που αποτελεί το ένα από τα δύο ίσα μέρη ενός συνόλου
- (κατ'επέκταση) αυτός που αποτελεί σχεδόν το μισό
- σήμερα έχουν απεργία τα τρένα, θα κυκλοφορούν μόνο τα μισά
- πάει μισή ώρα που περιμένω
- αυτός που δεν έχει τελειωθεί
- (σαν επιτατικό, με μειωτική αξία)
- ένας βλάκας και μισός
- ένας ηλίθιος και μισός
Εκφράσεις
- με μισό στόμα
- δεν είχε διάθεση να έρθει, είπε « ναι » με μισό στόμα
- μένω μισός, μένω ο μισός : αδυνατίζω, είμαι ανάπηρος
- μετά την αρρώστια του, έμεινε μισός άνθρωπος
- μισή μερίδα
- μισή ντροπή δική μου (του/της...) και μισή δική σου (του/της/...)
- μισό λεπτό!, μισό! : λίγη ώρα
- περίμενε μισό λεπτό, δε θα αργήσω
- κατεβαίνω κάτω μισό λεπτό να του δείξω το δρόμο
- όσο να πεις μισό : πολύ γρήγορα
- περίμενέ τον, όσο να πεις μισό, θά'χει φτάσει
- τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια : σημαίνει αδιαφορία
Παροιμίες
- όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά / φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά : πρόσεχε!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μισός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.