μισιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισιακός η μισιακή το μισιακό
      γενική του μισιακού της μισιακής του μισιακού
    αιτιατική τον μισιακό τη μισιακή το μισιακό
     κλητική μισιακέ μισιακή μισιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισιακοί οι μισιακές τα μισιακά
      γενική των μισιακών των μισιακών των μισιακών
    αιτιατική τους μισιακούς τις μισιακές τα μισιακά
     κλητική μισιακοί μισιακές μισιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μισιακός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μισιακός < μισ(ός) + -ιακός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.sçaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισιακός

Επίθετο

μισιακός, -ή, -ό

  • (λαϊκότροπο) που ανήκει σε δύο πρόσωπα, μοιρασμένο σε δύο μισά
     συνώνυμα: εξ ημισείας

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη μισός

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μισιακός < μισ(ός) + -ιακός. Διαφορετικό το μεσιακός

Επίθετο

μισιακός, -ή, -όν

Κλιτικοί τύποι

  • μισιακόν (ουδέτερο)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.