ακέραιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακέραιος | η | ακέραιη | το | ακέραιο |
| γενική | του | ακέραιου | της | ακέραιης | του | ακέραιου |
| αιτιατική | τον | ακέραιο | την | ακέραιη | το | ακέραιο |
| κλητική | ακέραιε | ακέραιη | ακέραιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακέραιοι | οι | ακέραιες | τα | ακέραια |
| γενική | των | ακέραιων | των | ακέραιων | των | ακέραιων |
| αιτιατική | τους | ακέραιους | τις | ακέραιες | τα | ακέραια |
| κλητική | ακέραιοι | ακέραιες | ακέραια | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακέραιος, ακέραιη & ακέραια & ακεραία, ακέραιο
Συγγενικά
- ακέραια
- ακέραιο
- ακεραιότητα
- ακεραιωμένος
- ακεραιώνω
- ακεραίωση
Εκφράσεις
- στο ακέραιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.