ατελείωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατελείωτος η ατελείωτη το ατελείωτο
      γενική του ατελείωτου της ατελείωτης του ατελείωτου
    αιτιατική τον ατελείωτο την ατελείωτη το ατελείωτο
     κλητική ατελείωτε ατελείωτη ατελείωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατελείωτοι οι ατελείωτες τα ατελείωτα
      γενική των ατελείωτων των ατελείωτων των ατελείωτων
    αιτιατική τους ατελείωτους τις ατελείωτες τα ατελείωτα
     κλητική ατελείωτοι ατελείωτες ατελείωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ατελείωτος < αρχαία ελληνική ἀτελείωτος < ἀ- (στερητικό) + τελειώνω

Επίθετο

ατελείωτος, -η, -ο και ατέλειωτος

  1. που δεν έχει τελειώσει ακόμα, ανολοκλήρωτος
    Πρέπει να επιστρέψω, γιατί έχω αφήσει δουλειά ατελείωτη.
  2. που δεν έχει τέλος, που έχει μεγάλη διάρκεια, άπειρος, ανεξάντλητος
    Το ταξίδι τού φάνηκε ατελείωτο.

Αντώνυμα

  1. τελειωμένος, ολοκληρωμένος
  2. περιορισμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.