ασυμπλήρωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμπλήρωτος η ασυμπλήρωτη το ασυμπλήρωτο
      γενική του ασυμπλήρωτου της ασυμπλήρωτης του ασυμπλήρωτου
    αιτιατική τον ασυμπλήρωτο την ασυμπλήρωτη το ασυμπλήρωτο
     κλητική ασυμπλήρωτε ασυμπλήρωτη ασυμπλήρωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμπλήρωτοι οι ασυμπλήρωτες τα ασυμπλήρωτα
      γενική των ασυμπλήρωτων των ασυμπλήρωτων των ασυμπλήρωτων
    αιτιατική τους ασυμπλήρωτους τις ασυμπλήρωτες τα ασυμπλήρωτα
     κλητική ασυμπλήρωτοι ασυμπλήρωτες ασυμπλήρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυμπλήρωτος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ασυμπλήρωτος

  • που δε συμπληρώθηκε ή δεν επιδέχεται συμπλήρωση
    το έργο που άφησε είναι σε πολλά μέρη ασυμπλήρωτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.